ἀνόνητος, -ον
• Alolema(s): dór. -ᾱτος E.Alc.412, Cerc.2.7


I 1no de pers., abs. o c. dat. que no trae beneficios, que no tiene valor, inútil abs. σώματα S.Ai.758, γάμοι E.Hel.886, cf. Or.1501, ἄγαλμα E.Fr.386, cf. Ar.V.314, τὰ γὰρ ἀπὸ τῶν κύβων προσγιγνόμενα ἀ. γίγνεται Alcid.16.27, ταῦτα D.9.40, χώρα Plu.2.248a, δρόμος Nonn.D.20.163, φαρέτρη Nonn.D.36.75
c. dat. ἅπαντα ἀ. ... αὐτοῖς γένοιτο IG 3(3).97.29 (IV/III a.C.), τοῖς ... τοιούτοις ἀνόνητος ἡ γνῶσις γίνεται Arist.EN 1095a9, ἀνόνητος ... τοῖς ... πρεσβυτέροις ἡ χάρις Arist.Pol.1334b40, ἀνόνητος ἦν ἡ μαντικὴ τοῖς πολίταις Plu.2.821b, συνειδότες ὡς ἀ. αὐτοῖς ἐστιν ἡ λογοθεσία PCatt.ue.4.9
neutr. plu. adv. en vano ἀνόνατ' ἀνόνατ' ἐνύμφευσας E.Alc.412, ἀ. ... (ἔτεκον) τόνδ' E.Hec.766, ἔτεκες ἀ. E.Hipp.1145, ἀνόνητα ... πονῶν Pl.R.486c, cf. 531d, X.Eph.5.8.4, ἄργυρον ... εἰς ἀνόνατα ῥέοντα dinero gastado en vano Cerc.2.7.

2 de pers. c. gen. que no se aprovecha de τῶν ἀγαθῶν D.18.141, cf. 19.315, Plu.2.800d, Nic.Dam.5, D.Chr.29.21
c. gen. de pers. que no recibe ayuda de Procop.Pers.2.20.3.

II adv. -ως inútilmente Pall.in Hp.2.147, Sch.E.Or.1501.