< ἀνόμιχλος
ἀνομογένειος >
ἀνόμμᾰτος
,
-ον
que carece de vista
ἀνήρ
S.
Ph
.856,
βρέφος
Nonn.
Par.Eu.Io
.9.1
•
subst.
τὸ ἀ.
Orph.
Fr
.82.