< Ἄνιος
ἀνιοχίω >
ἀνίουλος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰ-]
imberbe
κοῦρος
Nonn.
D
.11.373,
καὶ παῖς ἀρτικόμιστος ἔχων ἀνίουλον ὑπήνην
Nonn.
D
.38.167.