ἀνίημι
• Prosodia: [Hom. -ῐ- pero a veces -ῑ-; át. -ῑ- pero Pl.Com.153 -ῐ-]
• Morfología: [pres. ind. 2.a sg. ἀνιεῖς Il.5.880; impf. 2.a y 3.a sg. Hom., át. ἀνίεις, ἀνίει, jón. 3.a sg. ἀνίη SIG 1.3 (Abu Simbel VI a.C.), iter. ἀνίεσκε Hes.Th.157; fut. ἀνήσω Il.2.276; aor. ind. ép. jón. ἀνέηκα Il.5.882, ἀνῆκα Hdt.1.213, subj. ép. 3.a sg. ἀνήῃ Il.2.34, imperat. 2.a sg. ἄνες A.Ch.489, S.Ant.1101; perf. med.-pas. ind. 3.a plu. ἀνέωνται Hdt.2.165, inf. ἀνhεῶσθαι TEracl.1.153]
A tr.
I c. mov., c. ac.
1 c. ac. de cosas
a) sobre todo del viento y fluidos echar, lanzar
ἀήτας (Ζεφύροιο) Ὠκεανὸς ἀνίησινOd.4.568,
ἀφρόνA.Eu.183,
σταγόνας (αἵματος)S.OT 1277,
ἵνα τὸ σίαλον ἀνιέναι δύνηται (ὁ κάμνων)para que (el enfermo) pueda expectorar Hp.Morb.3.15,
πῦρ καὶ φλόγαlas ramas de los árboles al rozar entre sí a causa del viento, Th.2.77, fig.
ἀλλ' ἐνθένδ' ἀνίει τἀγαθάAr.Ra.1462
•c. ac. y εἰς c. ac.
ἐπὴν δὲ ἀνῇ τὴν ἕλξιν ἐς τὰς ἀδέναςHp.Gland.7, cf. en v. pas., Hp.Oss.18
•c. ac. y ἐκ c. gen.
πνεῦμ' ἀνεὶς ἐκ πλευμόνωνE.Or.277
•c. ac. y dat. de pers. fig.
ὅς γε καὶ τοῖς ἐνθάδε τοσαῦτα ἀγαθὰ ἀνίησινPl.Cra.403e
•abs. de Caribdis
τρὶς μὲν γάρ τ' ἀνίησιν ἐπ' ἤματι, τρὶς δ' ἀναροιβδεῖOd.12.105
•part. pas. subst.
τὸ δ' εἰς ἀδικίαν καὶ πλεονεξίαν ἀνειμένονla inclinación a la injusticia y la ambición Plu.Num.16;
b) c. ac. de plantas, frutos, fuentes: de la tierra producir
καρπόνh.Cer.332
•fig.
δρακονθόμιλον δυσμενῆ ξυνοικίανA.Supp.266,
(γάμοι) φυτεύσαντες πάλιν ἀνεῖτε ταὐτὸν σπέρμαS.OT 1405
•de los dioses hacer salir, hacer brotar
εὔχομαι θεοὺς μήτ' ἀροτὸν αὐτοῖς γῆς ἀνιέναι τινάruego a los dioses que no les hagan brotar fruto alguno de la tierra S.OT 270
•alumbrar fuentes
κρήνας ἃς ἀνῆκ' αὐταῖς θεόςE.Ba.766
•en v. pas. en mecánica
ἀνειμένον ... τόρμιονpasador que sobresale Ph.Bel.75.43;
c) c. ac. del cabello
ἀ. κόμηνdejar crecer el pelo Plu.Lys.1.
2 c. ac. de pers. dejar partir a un ejército enemigo
οἱ δὲ ἀπὸ Φυλῆς ἔτι μὲν ἐπεχείρησαν μὴ ἀνιέναι αὐτούςX.HG 2.4.11, cf. 7.2.12, a almas que salen del Hades
ἀνείης ... θεῖον ἀνάκτορα ΔαριᾶναA.Pers.650, a un condenado que sale de prisión
κόρην μὲν ἐκ κατώρυχος στέγης ἄνεςS.Ant.1101, tb. en v. pas.
παῖδας τῆς παρανό[μου φυλα]κῆς ἀνεθῆνα[ιPGrenf.2.78.21 (IV a.C.)
•dejar libre en v. pas.
ἀνεθεὶς τοῦ φόβουChrys.M.59.202
•dejar sin castigo
ἄφρονα τοῦτονIl.5.761,
οὔτε ὅσιον οὔτε νόμιμον ὑμῖν ἐστιν ἀνεῖναι Ἀγόρατον τουτονίLys.13.93, cf. Il.5.880, X.HG 2.3.51.
3 c. ac. de anim. dejar ir, soltar
ἵππονS.El.721, cf. X.Eq.Mag.3.2,
τὰς κύναςX.Cyn.7.7,
τὰς ὄνουςLXX 1Re.9.5, en v. pas.
καὶ σκιρτήσετε ὡς μοσχάρια ἐκ δεσμῶν ἀνειμέναy brincaréis como becerros libres de sus ataduras LXX Ma.3.20, pero
ἀνιέναι· δέρεινHsch.
•en v. med. desollar
αἶγαςOd.2.300
•c. ac. diversos desatar
δεσμόνOd.8.359
•cortar
κόμανE.Ph.323
•en v. med.-pas. soltarse
κόλπονIl.22.80, cf. en v. pas.
πέπλοι ἀνειμένοιE.Andr.598
•abrir
πύλαςIl.21.537, cf. en v. pas. D.H.10.14
•romper
σήμαντραE.IA 325
•de ahí detener
πολὺ νῦν, ἄνες τὴν χεῖρά σου¡basta ya, deten tu mano! LXX 2Re.24.16, 1Pa.21.15.
II sin mov., c. ac., fig.
1 en gener., de pers. dejar, abandonar
ἄνετε μ', ἄνετε, παράγοροιdejadme, dejadme, consoladoras mías S.El.229,
ὁ θεός σου ... οὐ μή σε ἀνῇ οὔτε μή σε ἐγκαταλίπῃLXX De.31.6, cf. 1Pa.28.20
•tb. c. dat.
ἄνες μοιLXX Ps.38.14
•usos fig.
ἐμὲ δὲ γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκενIl.2.71, cf. Pl.Prt.310d,
ἐμὲ δ' οὐδ' ὧς θυμὸν ἀνίει ... ὁδύνηIl.15.24,
ὥς μιν ὅ τε οἶνος ἀνῆκεcuando se le pasaron los efectos del vino Hdt.1.213.
2 de pers. perdonar
αὐτούςLXX Is.2.9, tb.
πάντα τὸν τόπονLXX Ge.18.24
•tb. c. ac. de cosa (culpas, castigos, etc.)
τὰ ἁμαρτήματαLXX Io.24.19, c. dat. de pers. y ac. de cosa
ἄνες θάνατόν μοιE.Andr.531,
ἔχθρας καὶ κολάσεις ἀνιέντες ἀνθρώποις πονηροῖςPlu.2.536a, cf. Plu.Sol.15, D.C.64.8.2, c. dat. de pers. e inf., D.C.Epit.Xiph.72.2.3.
3 de pers., peyor. dejar a su aire, dejar sin freno
τὸν λεὼν ... ἀνεῖναι πρὸς ἔργα τε καὶ θυσίαςHdt.2.129, cf. 2.173, abs.
ἐὰν δ' ἀνῇς, ὕβριστόν <ἐστι> χρῆμα κἀκόλαστονde la mujer, Pl.Com.98, tb. en v. pas.
μήτε λίαν ἀνεθεὶς μήτε βιαζόμενος (ὁ δῆμος)Sol.5.8
•part. perf. pas. desenfrenado
ἀνειμένη μέν, ὡς ἔοικας, αὖ στρέφῃS.El.516,
ἀνειμένων ... πρεσβυτῶν γένοςE.Andr.727, cf. S.Ant.579, Pl.R.549d,
υἱὸς ἀνειμένος ἐκβαίνει προαλήςhijo consentido sale insolente LXX Si.30.8.
4 de la tierra y plantas dejar sin cultivar
τέμενοςTh.4.116,
τὴν χώρανIsoc.14.31,
τὰς ἀρούραςThphr.HP 8.11.9,
τὴν γῆνLXX Ex.23.11,
τὸν ἀμπελῶνά μουLXX Is.5.6.
5 gener. c. ac. de abstr. aflojar, debilitar
χἠμεῖς αὐτῷ τότε τῆς ὀργῆς ὀλίγον τὸν κόλλοπ' ἀνεῖμενAr.V.574,
τὴν ... ἔχθρανTh.3.10,
ἀρχήνTh.1.76,
τῷ δήμῳ τὰς ἡνίας ἀνεὶς ὁ ΠερικλῆςPlu.Per.11, cf. Pherecr.145.4, Pl.R.411b, D.21.186, 56.25
•suavizar
οἱ πάγοι τὰς φλόγας ἀνιᾶσινArist.Mu.397b2,
ἀλλ' ἄνες λόγονE.Hel.442
•interrumpir
τὸν πόλεμονTh.7.18,
τὴν φυλακήνTh.4.27, cf. E.Supp.1042,
ἄσκησινX.Cyr.7.5.70,
οὐδ' ἀνίεσαν στέρνων ἀραγμοὺς οὐδὲ παμμήκεις γόουςS.OC 1608
•en part. perf. pas.
χεῖρες ἀνειμέναιmanos desfallecidas LXX Is.35.3, del acento
ἀνειμένη τάσιςacento grave Sch.D.T.130.7
•tb. c. sent. peyor. relajado, disoluto
ἡδοναὶ ἀνειμέναιPl.R.573a,
πολιτεῖαι ἀνειμέναι καὶ μαλακαίArist.Pol.1290a28,
δίαιταTh.1.6, Arist.Pol.1270b32, cf. Pratin.6, Arist.Pol.1342b22, Thphr.CP 5.4.4, 5.7.1
•ret.
περίοδος ... ἀνειμένηperíodo vago, indeterminado Demetr.Eloc.21
•tb. ref. al λόγος lento
γοργότητι γὰρ ἐναντίον τὸ ἀνειμένον καὶ ὕπτιονHermog.Id.2.1 (p.312)
•subst.
ἐν τῷ ἀνειμένῳ αὐτῶν τῆς γνώμηςen la debilidad de su mente Th.5.9 (pero cf. A I 1 a), II 3).
III c. inf.
1 permitir
τρίχας αὔξεσθαιHdt.2.36,
αὐτοὺς ὅτι βούλονται ποιεῖνPl.La.179a,
οὔτε γενέσθαι οὔτε ὄλλυσθαι ἀνῆκε ΔίκηParm.B 8.14,
αὐτῷ θηρᾶνX.Cyr.4.6.3.
2 impulsar
μαργαίνεινIl.5.882,
ὅς μ' ... ἀνῆκεν Αἴγυπτόνδ' ἰέναιOd.17.425, cf. 8.73, Il.5.422, PPetr.3.53p.4 (III a.C.)
•tb. sin inf.
μέγας δέ σε θυμὸς ἀνῆκενIl.7.25,
θρασυμήδεα δῖον ἀνῆκενIl.17.705,
οὐδέ κε Τηλέμαχον κεχολωμένον ὧδ' ἀνιείηςOd.2.185.
B intr.
1 brotar el fruto, Thphr.CP 5.1.5.
2 disminuir, cesar
ἡ ὀδύνηHp.Morb.3.13,
ὁ πόνος καὶ ὁ σπασμόςHp.Int.54,
ὁ πυρετόςHp.Epid.7.40,
τὸ πνεῦμαHdt.4.152, S.Ph.639,
τὸ κακόνHdt.1.94,
τὸ πῆμαS.Ph.764
•cejar
Κῦρος οὐδὲν μᾶλλον ἀνίειX.Cyr.1.4.22, cf. HG 2.3.46, de una víbora
ἐμφῦσα οὐκ ἀνίει πρὶν [ἄν] διαφάγῃHdt.3.109,
διὰ Ιερουσαλημ οὐκ ἀνήσωLXX Is.62.1
•c. part. pred.
ὕων οὐκ ἀνίειno deja de llover Hdt.4.28,
οὐ γὰρ ἀνίει ἐπιῶν ὁ ΔαρεῖοςHdt.4.125,
ἡμεῖς δ' οὐκ ἀνίεμεν πέτροις βάλλοντεςE.IT 318,
τιμῶντες ... μὴ ἀνίετεPl.Lg.741a
•c. gen. desistir de
μωρίαςE.Med.457,
τῆς ὀργῆςAr.Ra.700,
τῆς φιλονικίαςTh.5.32,
ἀ. τοῦ ἐξελθεῖνdesistir de ir a la campaña LXX 1Re.23.13,
τοῦ ζητεῖν μεLXX 1Re.27.1
•en v. med. relajarse
ὁ νόμος ἀνεῖταιE.Or.941, hablando de la tensión muscular
τοῖς δὲ γεγηρακόσιν ἤδη ἀνεῖται ἡ συντονίαArist.GA 787b13, de las cuerdas de un instrumento musical, Pl.Ly.209b, R.442a, X.Mem.3.10.7,
νεῦραChrysipp.Stoic.3.123,
ἕξειςChrysipp.Stoic.3.141.
3 en v. med. despertarse
οὐκ ἀνιεμένου δ' αὐτοῦ ... οἱ φίλοι μόγις διήγειραν τὸν ἈλέξανδρονD.S.17.56.
4 perf. en v. med. estar consagrado a los dioses c. dat.
νῦν δ' οὗτος ἀνεῖται στυγερῷ δαίμονιS.Ai.1214,
τὰ θεοῖσι ἀνειμένα δένδρεαCall.Cer.46
•entregarse a, dedicarse a c. ἐς y ac.
ἐς τὸ μάχιμονHdt.2.165,
ἐς τὸν πόλεμονHdt.2.167,
ἐς τὸ ἐλεύθερονHdt.7.103,
ἐς τὸ κέρδοςE.Heracl.3.
5 de lugares en v. med. quedar abierto
ἡ θάλασσα ἀνίεται πᾶσινClem.Al.Ecl.28.1.