ἀνίατρος, -ον
• Alolema(s): jón. ἀνίητρος Hp.Praec.7


1 de pers. lego, indocto en medicina Hp.l.c., ἰατρεύει δὲ καὶ ἀνίατρος γίγνεται ᾗ ἰατρός Arist.Ph.191b6, cf. Plot.6.7.37, Alex.Aphr.in Top.33.2.

2 impropio de un médico ἀ. τι ἔχουσιν Antyll. en Orib.10.23.24.