ἀνήκεστος, -ον
• Alolema(s): dór. ἀνάκεστος B.Fr.20d.9


I 1de acciones, pasiones, etc., incurable, irremediable, irreparable ἄλγος Il.5.394, ἄχος B.l.c., ἀνίη Thgn.76, χόλος Il.15.217, κακόν Hes.Th.612, πονηρία X.Mem.3.5.18, D.C.55.18.1, ἔργον Antipho 5.91, τι πρήσσειν ἀνήκεστον Democr.B 191, ἀνήκεστα κακὰ Archil.7.5, cf. Isoc.15.127, ὅπως ... μὴ ... ἐργάσηται ἀνήκεστα κακά para que no realice maldades irremediables Pl.R.619a, cf. Lys.13.75, συμφοραί Th.5.111, Antipho Soph.B 58, Lys.4.20, Plb.4.53.3, ἀνήκεστοι ἁμαρτάδες errores irreparables Hp.Acut.39, μίασμα ... μηδ' ἀνήκεστον τρέφειν una mancha ... y no alimentarla hasta que se haga irremediable S.OT 98, ἀνήκεστοι λύμαι ultrajes insufribles Hdt.6.12, λώβη Hdt.3.154, ὕβρεις POsl.22.8 (II d.C.), ἀ. διαφορά discrepancia inconciliable Plu.Per.36, ἔχθρα Ph.2.316, σφάλματα Fauorin.de Ex.23.31
subst. neutr. τὰ ἀνήκεστα hechos irreparables, faltas, delitos Gorg.B 11a.34, Isoc.4.110, D.21.70, Arist.Rh.1399b4.

2 euf. ref. a la muerte μηδένα ... ἀνήκεστον πάθος ἔρδειν a nadie ... causar un sufrimiento irreparable, e.e., a nadie matar Hdt.1.137, ἐποίησαν ἀνήκεστα κακὰ τοὺς οὔτε μέλλοντας ... X.An.2.5.5, μή μοί τι δράσῃς παῖδ' ἀνήκεστον κακόν E.Med.283, cf. Hipp.722, πάθος A.Ch.516, μηδὲν παθεῖν ἀνήκεστον Th.3.39, cf. D.54.5, Plb.4.18.11, I.AI 15.131, BI 1.121, περὶ ἀνδρὸς Σπαρτιάτου ... βουλεῦσαί τι ἀνήκεστον Th.1.132, cf. Plb.4.24.7.

3 de pers. incorregible πλεονέκτης X.Oec.14.8, τῶν ἁμαρτανόντων ἀνήκεστοι μέν εἰσιν οἱ ... Plu.2.82a
implacable ἐχθρός Plu.Per.39, cf. I.AI 18.226.

II act. pernicioso πῦρ S.El.888, χαρά S.Ai.52 (otros interpretan ambas citas de S. con sentido pasivo como en I 1).

III adv. -ως de forma irremediable, cruelmente σεωυτὸν ἀ. διαθεῖναι Hdt.3.155, ἐλυμήναντο ἀ. Hdt.8.28, ἀνηκέστως καὶ βαρέως βεβουλεῦσθαι περὶ αὐτῶν Plb.36.9.8, ἀ. ἔχειν estar en situación irremediable App.BC 2.123, de un enfermo, Aret.SD 1.5.