ἀνέψητος, -ον
• Alolema(s): ἀνέψετος PMag.4.53
1 no hervido
ἡ δὲ (ἀμόργη) ἀνέψητος ... ποδαγρικοὺς καὶ ἀρθριτικοὺς ὠφελεῖDsc.1.102, cf. Alex.Aphr.in Mete.190.34.
2 no digerido
(δόρπος)Sch.Nic.Al.66.
ἡ δὲ (ἀμόργη) ἀνέψητος ... ποδαγρικοὺς καὶ ἀρθριτικοὺς ὠφελεῖDsc.1.102, cf. Alex.Aphr.in Mete.190.34.
(δόρπος)Sch.Nic.Al.66.