< ἀνεπόψιος
ἀνεραστία >
ἀνέραμαι
enamorarse de nuevo
c. gen.
τῆς γραός
And.
Myst
.127, fig.
τῆς ἀρχαίας ἀρετῆς
X.
Mem
.3.5.7.