< ἀνεμπόλητος
ἀνεμυμάχθη· >
ἀνέμπτωτος
,
-ον
1
inconmovible
ἀπαθῆ τὸν σοφόν, διὰ τὸ ἀνέμπτωτον εἶναι
Chrysipp.
Stoic
.3.109.
2
que no cae
εἰς λύπας
Pl.
Def
.412c.