ἀνέλκωτος, -ον
1 no ulcerado Dsc.2.32, Aret.SD 1.12.2.
2 con úlceras no visibles, canceroso
καρκινώματαLeonid. en Aët.16.42,
τὸ ἕλκος τοῦ ἀνελκώτου κάκιονAret.SD 2.11.8.
καρκινώματαLeonid. en Aët.16.42,
τὸ ἕλκος τοῦ ἀνελκώτου κάκιονAret.SD 2.11.8.