ἀνέκφορος, -ον


1 no divulgado ἀνέκφορα διατηροῦντες ἀγράφως ἐν μνήμῃ Iambl.VP 226, cf. Poll.5.147.

2 medic. retenido en el intestino ἀνέκφορα πάντα γίγνεται Archig. en Aët.9.28 (p.333).