ἀνέκπτωτος, -ον


1 inalterable de Cristo αἰεὶ μένων ἀ. Hippol.M.10.836C.

2 adv. -ως sin alteraciones ἵνα ... ἀ. καταλάβωμεν τὴν τοῦ ὡροσκόπου μοῖραν Heliod.Neop.115.14.