ἀνέκβατος, -ον
1 que no tiene salida
χαράδραTh.3.98,
ῥαχίαLyc.379,
ὕλης ἀνεκβάτου οὕσηςD.C.74.7.3,
Ἄϊδος εὐνήOpp.H.4.392
•invariable
ἥ γε ... οὐσία τῶν πραγμάτωνOcell.1.15
•inimpugnable
δύο ῥήσεων ... μιᾶς ἀνυπερβάτου καὶ ἑτέρας ἀ.Basil.M.29.600A.
2 que no se verifica
ὄνειροςCat.Cod.Astr.5(3).89, de predicciones oraculares, Iust.Phil.M.6.1400B.