ἀνέγκλητος, -ον
I
ἀ. ἐμαυτὸν ... παρέχεινIsoc.15.97,
ἀνεγκλήτους τοὺς πολίταςArist.Rh.1360a16,
(γυνή) ἀ. οὖσαPGrenf.1.21.18 (II a.C.), cf. IG 22.1271.8 (III a.C.),
ἀ. τὴν πόλιν ... παρέσχενIsoc.15.127,
ἡ νομικὴ (φιλία) ἀ.Arist.EE 1243a6, cf. D.Ep.2.14, I.AI 10.281
•c. gen. de abstr.
τῆς φιλοσόφου ἀνέγκλητον μοίρας (ἐμαυτόν) παρέσχονme presenté irreprochable en mi cometido de filósofo Pl.Ep.329b
•tb. c. ἐπί:
ἀ. ἐπὶ τοῖς νεωτερισμοῖςI.AI 17.289
•c. dat. de pers.
ἀνέγκλητός σοι ὤνcareciendo de reproches ante ti, PSI 541.6 (III a.C.).
2 jur., de pers. no sujeto a reclamación legal
ἡ ὁμ]ολογοῦσα ἀ. ἔστῳ (sic)SB 7619.22 (I d.C.).
3 de cosas que no da motivo de disputas
ἀνεγκλήτους γὰρ δεῖ τὰς οὐσίας πρὸς ἀλλήλους κατασκευάζεσθαιPl.Lg.737a.
II adv. -ως
1 sin recibir reproche
ἀ. ... χρῆσθε τῷ συμφέροντιD.17.2, cf. SIG 436.6 (Delfos III a.C.), PIand.33.14 (II d.C.),
ἀ. εἰσμετρεῖνhonradamente, PEnteux.47.re.3 (II d.C.).
2 sin dar motivo de litigio
ὅπως ἀ. ἔχωσινArist.Pol.1321b22, cf. PMasp.97.29 (VI d.C.).
3 sin hacer reproche
τῇ διανομῇ τῶν πραγμάτων ἀνεγκλήτως ... ἕπεσθαιPlu.2.102e.