< ἀνατῐνάσσω
ἀνατιταίνω >
ἀνάτιος
,
-ον
impune
ταῦτα ἀνάτι[α
IG
3(3).110.2, cf. 4, tb.
ἀνατείον (
sic
)· ἄνευ βλάβης, παρὰ τῷ Λυκόφρονι
Zonar.114.32C.