< ἀναστρατοπεδεύω
ἀναστρεπτέον >
ἀνάστρεμμα
,
-ματος, τό
vuelta
ἀναστρεμμάτων τῶν ἐπὶ τὰς καθέδρας τοῦ λαγῶ
vueltas en torno a las madrigueras de la liebre
X.
Cyn
.4.4.