ἀνάσιλλος, -ον
del pelo cortado a cepillo
τῷ ἀνασίλλῳ κομώντωνPlu.Crass.24, Hdn.Gr.2.446, cf. PGrenf.1.10.11 (II a.C.), muy dud. en PPetr.1.12.3, 16.1.4 en BL 1.344 (III a.C.),
ἀνάσιλλος †στέφανοςHsch.s.u. ἀνασεσιλλῶσθαι.
τῷ ἀνασίλλῳ κομώντωνPlu.Crass.24, Hdn.Gr.2.446, cf. PGrenf.1.10.11 (II a.C.), muy dud. en PPetr.1.12.3, 16.1.4 en BL 1.344 (III a.C.),
ἀνάσιλλος †στέφανοςHsch.s.u. ἀνασεσιλλῶσθαι.