< ἀνασάξιμον
ἀνασαρῶσαι· >
ἀνάσαρξ
,
-κος, ὁ
medic.
anasarca
,
edema acompañado de hidropesía
τοὺς ἀνασάρκας καὶ λευκοφλεγματίας λεγομένους ὕδρωπας
Gal.14.275.