< ἀναρρέω
ἀναρρήγνυμι >
ἀνάρρηγμα
,
-ματος, τό
• Alolema(s):
ἀνάρηγμα
Apoll.
Met.Ps
.109.6
1
arranque
,
salto
ὠκυάλοις ποδῶν ἀναρρήγμασιν
Trag.Adesp
.450a.
2
ruina
δήμων
Apoll.l.c.