< ἀναπρακτής
ἀνάπρασις >
ἀνάπραξις
,
-εως, ἡ
exacción
δανείων
D.H.6.1,
τοῦ ἀργυρίου
IG
9(1).694.10 (Corcira), abs.
IG
4.558.10 (Argos I a.C.).