< ἀναμπλάκητος
ἀναμυλλᾶναι· >
ἀνάμπυξ
,
-ῠκος
sin diadema
Call.
Cer
.124,
Γόργη
Nonn.
D
.29.266.
• DMic.:
a-na-pu-ke
.