< ἀναλύζω
ἀνάλυσις >
ἀνάλυμα
,
-ματος, τό
liberación
οὐκ ἔστιν ἀνάλυμα ἐν τῇ τελευτῇ ἐμοῦ
Rom.Mel.50.
ιζʹ
.5.