< ἀναλέκτης
ἀναλήθης >
ἀνάλεκτος
,
-ον
escogido
,
seleccionado
γυναῖκας Σικελικὰς τρεῖς ἀναλέκτους τὸ κάλλος
Socr.
Ep
.9.1,
παιδία
SB
4425.3.21.