< ἀνακροτέω
ἀνακρουσία >
ἀνάκρουμα
,
-ματος, τό
preludio instrumental
τὸ οὖν ἀνάκρουμα τὸ πρὸ τῆς ᾠδῆς τῆς κιθάρας προοίμιον ἐκάλουν
Corn.
Rh
.p.353.