ἀνάκλιμα, -ματος, τό
• Alolema(s): ἄγκλιμα Poll.1.90
1 cuesta, pendiente
τῆς γῆςApollod.Poliorc.173.11.
2 quizá asiento del timonel
ἵνα δὲ κατακλίνεται ὁ κυβερνήτης, ἄγκλιμα καλεῖταιPoll.l.c.
τῆς γῆςApollod.Poliorc.173.11.
ἵνα δὲ κατακλίνεται ὁ κυβερνήτης, ἄγκλιμα καλεῖταιPoll.l.c.