< ἀνακερατίζω
ἀνακεφαλαιόομαι >
ἀνάκεστος
,
-ον
incurable
Ζεὺς ἐλέησεν ἀνακέστ[οι]ς ἄχεσιν
B.
Fr
.20d.9, cf. Hp. en Erot.25.19.