ἀνάδοχος, -ον
garante, fiador
τῶν χρημλάτωνMen.Fr.449,
τῶν ὁμολογουμένωνPlu.Dio 18, cf. D.H.6.84, POxy.1489.7 (III a.C.), Stud.Pal.20.139.2 (VI a.C.)
•c. ὑπέρ o περί más gen.
ἀ. ὑπὲρ τηλικούτου πράγματοςPhalar.Ep.38,
ἀ. ... περὶ τοῦ μηδὲν ἐμὲ κατ' αὐτοῦ πονηρὸν πεπιστευκέναιPhalar.Ep.22
•fig. fiador, responsable
τῆς φιλίης Κύπρις ἐστι ἀ.Lyr.Alex.Adesp.1.3, del padrino del bautismo, Dion.Ar.EH M.3.396C.