ἀνάδοτος, -ον


1 restituido μὴ ἀνάδοτος εἴη ἡ Πλάταια Th.3.52, cf. Poll.7.13.

2 designado, nombrado ἀνάδοτος ὑπὸ τοῦ ... εἰς φυλακρι[σίαν PHarris 64.4 (III/IV a.C.).