ἀνάδημα, -ματος, τό
• Alolema(s): poét. ἄνδημα Pi.Fr.179, B.8.30, E.El.882
diadema, corona Alcm.162.2(c).4,
ποικίλονPi.l.c., IG 22.1524B.188,
γλαυκὸν Αἰτωλίδος ἄνδημ' ἐλαίαςB.8.30,
βοστρύχων ἀνδήματαE.El.882, cf. Hipp.84, Ar.Fr.321.2
χρυσοῦνPl.Com.178, cf. X.Smp.5.9,
βασιλέων ἀνάδημαAristid.Or.19.4,
τὴν τριάραν τό τε ἀνάδημα περὶ αὐτήνD.C.36.1b.3.