< ἀνάδεσμος
ἀναδεύω >
ἀνάδετος
,
-ον
1
ceñido
(πῶλον) ταῖς Χαρίτων μίτραις ὅλον ποιήσας ἀνάδετον
Him.12.36.
2
que recoge hacia arriba
el cabello
μίτραι
E.
Hec
.923.