ἀνάδαστος, -ον
I
ἀ. γῆν ποιεῖνPl.Lg.843b,
ἀ. ποιεῖν τὴν χώρανArist.Pol.1307a2,
τὰς οὐσίας ἀ. ποιεῖν1305a5,
τὴν μὲν ὠφέλειαν ... ἀ. μὴ γενέσθαιPlu.Cam.8.
2 rescindido, anulado, disuelto
ἀγορασμοὺς ἀ. ποιεῖνOGI 669.20 (I a.C.), PRoss.Georg.2.20.6 (II a.C.),
τὴν κρίσιν ἀ. ποιήσαντεςFauorin.Cor.31,
(τὸ δικαστήριον) ἀ. ποιεῖνdisolver (el tribunal) Luc.Abd.11,
ἀ. τὰ πραχθέντα αὐτῷ πάντα γίγνεταιD.C.54.28.4.
II adv. -ως· ἀνωμάλως ἔχων τις τοῦ σώματος Hsch.