ἀνάγραπτος, -ον
1 inscrito, grabado
εὐεργεσία ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐς αἰεὶ ἀ.Th.1.129, cf. Procop.Gaz.Ep.36,
(ᾡδάς) ἅς ἀναγράπτους στηλιτεύουσιν αἱ ἱερώταται βίβλοιPh.2.391,
ἔπαινοςPh.2.38
•de n. de pers.
τοῦτον ἐν οἴκῳ τῷ βασιλέως ἀ. εἶναιChor.Decl.11.92,
Ἀντίλοχος ... τοῖς τροπαίοις ἀ.Him.54.5
•c. dat. instrum.
δακτύλιον ... βασιλείῳ συμβόλῳHld.4.8.7, cf. 8.11.8.
2 registrado, catalogado
ἐς πατρικίους μέντοι ἀ. ΓελίμερProcop.Vand.2.9.14.
3 fig.
μνεία ἀ.recuerdo imperecedero, PMasp.295.3.34 (VI a.C.).