< ἀναβλήδην
ἀναβλητέον >
ἀνάβλησις
,
-εως, ἡ
aplazamiento
κακοῦ
Il
.2.380,
καί κεν ἀνάβλησις λύσιος νεκροῖο γένηται
Il
.24.655,
θανάτοιο
Call.
Ap
.46
•
abs.
AP
12.184 (Strat.).