< ἀναβαθμός
ἀνάβαθρον >
ἀνάβαθρα
,
-ας, ἡ
1
asiento
ταῖς ἀναβάθραις ταῖς στοϊκαῖς
CIG
4436b (Soli).
2
grada
,
plataforma
Str.7.2.3.