< ἀνωρέας·
ἀνωρία >
ἀνωρεπής
,
-ές
animoso
τὸν ... τῇ ἀπογνώσει ἁλισκόμενον ἀνωρεπῆ βιάζεσθαι ποιεῖν
Ath.Al.M.28.1520D.