ἀνυψόω
I tr.
1 ensalzar, honrar, exaltar
κέρας λαοῦLXX Si.47.5,
πένηταLXX Ps.112.7,
ὁπόταν ... ἀνυψώσητε ... ἀνθρώπου σοφὸν υἷαNonn.Par.Eu.Io.8.28,
ἀνυψώσει με γεραίρωνNonn.Par.Eu.Io.16.14 cf. PGen.51.27 (IV d.C.).
2 elevar
ἱκετείανLXX Si.51.9,
εὐχὴν ... πρὸς τὸν θεόνPMasp.279.27 (VI d.C.),
ὕμνονPMasp.205.10.
3 elevar, erigir, levantar de construcciones
τὰς σωτηρίους ἀνυψῶν νίκαςerigiendo trofeos vencedores de la muerte Eus.LC 9.
II intr. en v. med.-pas.
1 levantarse, alzarse
χθονὸς υἷες ἀνυψώσαντο Γίγαντεςlos hijos de la tierra, los Gigantes, se alzaron, AP 7.748 (Antip.Sid.),
βυθίων κενεῶνες ἀνυψώθησανNonn.D.43.189
•fig.
ὁ λόγος ... πρὸς θεῖον δικαστὴν ἀνυψούμενοςLyd.Mag.2.16.
2 fig. achisparse
Βαλτασαρ ἀνυψούμενος ἀπὸ τοῦ οἴνουLXX Da.5.2.