< ἀνύφεδρος
Ἄνυχος >
ἀνυφόρατος
,
-ον
libre de objeción
u
obstáculo
πάντας δ' ἀνυφαράτους ὄντας εἰς Ἀλεξάνδρειαν παρακο[μί]ζειν
BGU
1730.6 (I a.C.).