< Ἀνύτιος
Ἄνυτος >
ἀνυτός
,
-όν
factible
ὅπερ, εἰ θεμιτὸν εἰπεῖν, οὐδὲ θεοῖς ἀνυτόν ἐστιν
S.E.
M
.1.81,
φύσις
Epicur.
Fr
.[17] 4.10.