ἀνυτικός, -ή, -όν
• Alolema(s): át. ἁνυτικός X.Eq.Mag.2.6, Oec.20.22
I
τὸ παραγγέλλειν ... πολὺ ἁνυτικώτερονX.Eq.Mag.l.c., cf. Oec.l.c., S.E.M.9.182, I.BI 5.361.
2 eficiente de pers.
καταλιπὼν δὲ τοὺς ἀνυτικωτάτους τῶν ἑταίρωνI.BI 1.344.
II rápido
ἀνυτικωτέραν ... ποιεῖν τὴν κίνησινArist.PA 682b1.
III adv. -ῶς de manera efectiva Longin.Rh.p.190.