ἀνυπόστολος, -ον
1 que no tiene disimulo, franco de un orador, Poll.4.21,
τὰν τᾶς πόλιος ἀνυπό[σ]τολον εὐχαριστίανSEG 26.1817.58 (Arsínoe, Cirenaica II/I a.C.)
•subst.
τὸ ἀνυπόστολον τῆς ὀργῆςI.AI 16.69.
2 adv. -ως francamente
ἐβόα ... ἀνδρείως τε καὶ ἀνυποστόλωςD.Chr.13.16,
δεικνύεινPhld.Lib.4p.19, cf. Rh.2.14.21Aur., Alciphr.2.37.3.