< ἀνυπεύθῡνος
ἀνυπηλιφής >
ἀνυπήκοος
,
-ον
que no obedece
τοῦ λόγου
Pl.
Ti
.91b,
τοῦ θειοτάτου τῶν παρ' ἡμῖν
Pl.
Ti
.73a.