ἀνυπέρβλητος, -ον
I
ἄνθρωπος ἀ. εἰς πονηρίανAntiph.168.5,
ἀ. τὴν δύναμινI.AI 11.44
•de abstr.
φύσιςHp.Acut.(Sp.) 48, Isoc.9.59,
δύναμιςPl.Def.412b,
φιλίαX.Cyr.8.7.15,
ἀρετήIsoc.4.71,
φιλοτιμίαD.2.18, D.S.13.56,
εὔνοιαLycurg.101,
πληγήMen.Sam.215,
τάχηEpicur.Ep.[2] 47,
ἀπειρίαPlb.16.18.3,
ὑπεροχὴ ... τῆς ... δυναστείας ἀ.Plb.1.2.7,
γῆθοςPlu.2.1091b,
θρησκείαI.BI 2.198,
τελειότης1Ep.Clem.53.5,
μέγεθος ἀρετᾶςDiotog.2,
δόξαPMag.4.1201
•subst.
τὸ τῆς πίστεως ἀ.la imposibilidad de vencer a la fe Hippol.Dan.2.24.4.
2 persistente
ἐπισταγμοίGal.13.61.
II adv. -ως de manera insuperable
ἀ. ὀργίζεσθαιPythag.Sim.144,
λυπεῖσθαι ἀ.Arist.Rh.1370b31,
τελείως καὶ ἀ. γίνεται υἱὸς ΘεοῦOrigenes Io.20.34 (p.372).