< ἀνυπεξαιρέτως
ἀνυπέρβᾰτος >
ἀνυπέραρτος
,
-ον
sobrio
,
austero
ἀ. ἐν δαπάναις καὶ παρασκευαῖς
Chrysipp.
Stoic
.3.66.