< ἀνυπερήφανος
ἀνυπερθετέω >
ἀνυπερθεσία
,
-ας, ἡ
ira
,
rabia
ἐν ἀνυπερθεσίαις ἐνδεσμούντων με
Aq.
Ps
.7.7, cf.
Os
.5.10,
Am
.1.11.