< Ἀντᾰγόρας
Ἀνταγορίδαι >
ἀντᾰγορεύω
1
responder
,
replicar
ἀνταγόρευσε καὶ Πελίας
Pi.
P
.4.156.
2
llevar la contraria
,
contradecir
τοῖς ἄρχουσιν
Ar.
Ra
.1072.