< ἀντωπία
ἀντῶπις >
ἀντώπιος
,
-ον
que mira de frente
αἴγλη
A.R.4.729, Nonn.
D
.5.485,
φέγγεα
Man.4.336
•
c. gen.
πύλη ἀντώπιος Ἠοῦς
Nonn.
D
.5.78
•
c. dat.
βολαῖς ἀ. Ἠοῦς
Nonn.
D
.22.150, 33.184.