< ἀντισεμνύνω
ἀντισηκόω >
ἀντίσηκος
,
-ον
• Grafía:
graf. ἀντίσικος
Phys
.B 237.2
que compensa
,
equivalente
καὶ ἀναπληροῦσιν αὐτοῖς τὸν ἀντίσικον κόπον
Phys
.l.c.,
χάρις
Eust.1075.8.