ἀντίρρησις, -εως, ἡ
• Grafía: tb. ἀντίρησις POxy.68.11 (II d.C.)
I altercado, controversia
γενομένης τινὸς ἀντιρρήσεως τοῖς στρατιώταις πρὸς τοὺς στρατηγοὺς ὑπὲρ ὀψωνίωνPlb.2.7.7,
ἀντιρρήσεως γινομένηςPlb.28.2.4.
II
καὶ ταύτην δὲ τὴν ἀπόφασιν οὐ πολλῆς ἀντιρρήσεως δεῖσθαι συμβέβηκεD.S.1.38,
τήν τε ἀντίρρησιν ἐποιησάμην πρὸς ΜανεθῶναI.Ap.2.1,
καὶ παυσαμένου μὴ εὐθέως ἐπιβάλλῃ τὴν ἀντίρρησινPlu.2.39c, cf. Ammon.Diff.44, Gal.1.131, Hermog.Id.1.8 (p.262), A.D.Synt.215.9, 265.3, Coni.214.9
•réplica
πειρᾶτα[ί τ]ε Διονύσιος πρὸς ἃς φέρουσιν ἀντιρρήσεις [οἱ π]αρ' ἡμῶν φιλοτεχνεῖνPhld.Sign.7.7, cf. Rh.1.384
•sentencia en contra, condena
ὅτι οὐκ ἔστιν γινομένη ἀντίρρησις ἀπὸ τῶν ποιούντων τὸ πονηρὸν ταχύLXX Ec.8.11.
2 declaración contraria en un pleito
ποιοῦμαι τὴν δαίουσαν ἀντίρησινPOxy.l.c., cf. SB 5357.12 (V d.C.).
III acción para evitar que se tome algo en prenda
μ]ηδεμιᾶς ἀποδ[ό]σεως [μήτε] ἀντιρρήσεως γεναμένηςMitteis Chr.2.240.23 (II d.C.).