< ἀντιπονέομαι
ἀντιπορεία >
ἀντίπονον
,
-ου, τό
pago por el trabajo
μισθὸν καὶ ἀντίπονον παρεῖχε τῷ νεανίᾳ τριώβολον
Iambl.
VP
22.