< ἀντιμυκτηρίζω
ἀντιναυπηγέω >
ἀντίμωμος
,
-ον
tal vez
reprobable
Ναβουχοδονόσορ καὶ ἀντίμωμον εἰκόνα ποιησάμενος
Hippol.
Dan
.2.27.9 (cf. 2.27.6 ἄμωμος).